φυγοπτόλεμος

φυγοπτόλεμος
φυγο-πτόλεμος: battle-fleeing, cowardly, Od. 14.213†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυγοπτόλεμος — shunning war masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοπτόλεμος — ον, Α (επικ. τ.) βλ. φυγοπόλεμος …   Dictionary of Greek

  • φυγοπτολέμοιο — φυγοπτόλεμος shunning war masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοπτολέμου — φυγοπτόλεμος shunning war masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοπτολέμων — φυγοπτόλεμος shunning war masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοπτολέμῳ — φυγοπτόλεμος shunning war masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • φυγοπόλεμος — η, ο / φυγοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. φυγοπτόλεμος Α αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός νεοελλ. στρατιώτης που επιδιώκει να μην ενταχθεί σε μάχιμες μονάδες αρχ. (για συμπεριφορά ή στάση) αυτός που φανερώνει φόβο, δειλία για τον πόλεμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”